- καταγλωττίζω
- καταγλωττίζω (Α)1. φιλώ λάγνα ενώνοντας χείλη με χείλη και γλώσσα με γλώσσα2. καταβάλλω κάποιον με τη γλώσσα, αποστομώνω3. μιλώ εναντίον κάποιου («ψευδῆ καταγλώττιζέ μου», Αριστοφ.)4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κατεγλωττισμένος, -η, -οναυτός που έχει γραφεί με σπάνιες και πολύ εξεζητημένες λέξεις5. φρ. «κατεγλωττισμένον μέλος» — αισχρό άσμα (Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + γλωττίζω «φιλώ λάγνα» (< γλῶττα «γλώσσα)].
Dictionary of Greek. 2013.